- κομφετί
- και κονφετί, τοσυν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετίμικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλο κατά τις απόκριες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confetti < ιταλ. confetti, πληθ. τού confetto].
Dictionary of Greek. 2013.